- συρόμενος
- σῡρόμενος , σύρωdrawpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PROPONTIS — I. PROPONTIS provinc. Praetoria, Augusti temporibus, sicut Bithynia et Ponticae pars, ab Asiae specialiappellatione separata: ut cuius pars citerioris seu proprie dictae Asiae terminus fuit, ab Occidente. Vide cundem ad Solin. p. 802. et 809. et… … Hofmann J. Lexicon universale
δίφρια — επίρρ. (Α) φρ. «δίφρια συρόμενος» ενώ τόν έσερνε ο δίφρος … Dictionary of Greek
επιδιαφέρομαι — ἐπιδιαφέρομαι (Α) (για πλοίο) μεταφέρομαι από μια θάλασσα σε άλλη συρόμενος πάνω στον ισθμό … Dictionary of Greek
εχιδνήεις — ἐχιδνήεις, εσσα, εν (Α) [έχιδνα] 1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.) 2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. ηεις, (πρβλ. αυγ ήεις, φθογγ ήεις)] … Dictionary of Greek
καθέρπω — (Α) 1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.) 2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἕρπω] … Dictionary of Greek
μεθερπύζω — (Α) (για τα φίδια) αποχωρώ έρποντας, υποχωρώ συρόμενος, αποσύρομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἑρπύζω] … Dictionary of Greek
συρομένως — Α επίρρ. σύροντας ή τραβώντας με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρόμενος, μτχ. ενεστ. τού σύρομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
συρτόν — τὸ, Μ ίππος ο οποίος, συρόμενος από χαλινό, ακολουθεί συνήθως άλλον ίππο που φέρει ιππέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού ρηματ. επιθ. συρτός] … Dictionary of Greek
τράτα — η, Ν 1. (αλιευτ.) α) συρόμενος δικτυωτός σάκος αλιείας με τριγωνικό σχήμα β) (κατ επέκτ.) το πλοίο που σύρει το δίχτυ αυτό 2. είδος παραδοσιακού κυκλικού γυναικείου, κυρίως, χορού κατά τον οποίο οι χορευτές κρατιούνται με τα χέρια χιαστί. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek